θησαυροφύλακα

θησαυροφύλακα
θησαυροφύλαξ
treasurer
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • Χάουκινς, σερ Τζον — (Hawkins, 1532 – 1595). Άγγλος ναύαρχος. Αρχικά ήταν πειρατής και έμπορος μαύρων δούλων, με την υποστήριξη μάλιστα της βασίλισσας Ελισάβετ. Το 1567, στο λιμάνι του Βέρα Κρουθ, δέχτηκε επίθεση από ισπανικά πολεμικά πλοία από τα οποία κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”